- εστίαση
- (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων αναγκάζεται να συγκλίνει υπό την επίδραση των ηλεκτροστατικών πεδίων μεταξύ δύο ή περισσότερων ηλεκτροδίων που βρίσκονται σε διαφορετικά δυναμικά. Τα ηλεκτρόδια είναι συνήθως ομοαξονικοί κύλινδροι και ολόκληρο το σύστημα δημιουργεί έναν ηλεκτροστατικό ηλεκτρονικό φακό. Η ε. συνήθως ελέγχεται με τη μεταβολή του δυναμικού ενός από τα ηλεκτρόδια, που λέγεται ηλεκτρόδιο ε. Κατά τη δεύτερη μέθοδο, η δέσμη των ηλεκτρονίων αναγκάζεται να συγκλίνει υπό την επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου που δημιουργείται κατά τη διέλευση συνεχούς ρεύματος από ένα πηνίο ε. Το πηνίο αυτό έχει συνήθως μικρό αξονικό μήκος και είναι έτσι τοποθετημένο, ώστε να περιβάλλει τον σωλήνα και να είναι ομοαξονικό με αυτόν.
ε. φορτισμένων σωματίων. Στους επιταχυντές σωματίων χρησιμοποιούνται μαγνήτες για την ε. της δέσμης των σωματίων, ενώ στους κυκλικούς επιταχυντές χρησιμοποιείται ένας λεπτός δακτύλιος μαγνητών. Οι μαγνήτες συνήθως εκτελούν δύο λειτουργίες: καμπυλώνουν την τροχιά των σωματίων ώστε να γίνει κυκλική, οπότε τα σωμάτια επιταχύνονται από ένα ηλεκτρικό πεδίο στα διάκενα μεταξύ των μαγνητών και εστιάζουν επίσης τη δέσμη σε μια κεντρική τροχιά μικρής ενεργού διατομής. Το πεδίο στην περιοχή των ραδιοσυχνοτήτων που επιταχύνει τα σωμάτια, τείνει να διατηρήσει τα σωμάτια σε φάση με αυτό, έτσι ώστε να διαγράφουν την τροχιά τους κατά ομάδες.
* * *η (ΑΜ ἑστίασις) [εστιώ]παράθεση γεύματος, συμπόσιο, φίλεμα, φιλοξενία, ευωχίααρχ.1. μία από τις τακτικές λειτουργίες τής πολιτείας στην αρχαία Αθήνα, δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα που παρείχε ένας πολίτης στους συμφυλέτες του2. φρ. α) «λόγων ἑστίασις» — συμπόσιο λόγων, Πλάτ.β) «ἑστίασις συμφορητός» — συμπόσιο που γίνεται με έρανο, Αριστοτ..
Dictionary of Greek. 2013.